- εὐκαταστάτως
- εὐκατάστατοςwell-fixedadverbialεὐκατάστατοςwell-fixedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκατάστατος — η, ο (ΑΜ εὐκατάστατος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός 2. (για κρήνη) αυτή που… … Dictionary of Greek